- αυτοανάλυση
- ηανάλυση που κάνει στον εαυτό του τον ίδιο το υποκείμενο με τις δανεισμένες από την ψυχανάλυση τεχνικές του ελεύθερου συνειρμού και της ερμηνείας των ονείρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγωτισμός — (egotisme). Όρος που επινοήθηκε από τον Γάλλο συγγραφέα Σταντάλ και χαρακτηρίζει την τάση κάποιου να μιλά ή να γράφει για τον εαυτό του. Ως φιλοσοφικός όρος, ο ε. σημαίνει την υπερβολική αυτοανάλυση του ατόμου, με σκοπό την τελειοποίησή του. * *… … Dictionary of Greek
ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
ψάχνομαι — ψάχνομαι, ψάχτηκα, ψαγμένος βλ. πίν. 30 Σημειώσεις: ψάχνομαι : κυρίως με την έννοια κάνω αυτοέρευνα, αυτοανάλυση … Τα ρήματα της νέας ελληνικής